οψωνίνη

οψωνίνη
η
συν. στον πληθ. οι οψωνίνες
βιοχ.-ιατρ. φυσικά αντισώματα τού ορού τού αίματος τα οποία καθιστούν τα μικρόβια που εισδύουν στον οργανισμό ευπαθή στη φαγοκυττάρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opsonin < λατ. opsonium < ὀψώνιον «προμήθεια τροφίμων, μισθός για προμήθεια τροφίμων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οψωνικός — ή, ό φρ. «οψωνικός δείκτης» (μικρβλ.) ο δείκτης οψωνίνης στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opsonic (βλ. λ. οψωνίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”